κλαπατάρι

κλαπατάρι
το
φτερό πουλιού: Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια (Κρυστάλλης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαπατάρι — το φτερούγα κατοικίδιου πτηνού («δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια», Κρυστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”